- πολύσκαρθμος
- -ον, Α1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος», Στράβ.)3. (για πλοίο) α) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωποςβ) ταχύπλοος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σκαρθμός (< σκαίρω «σκιρτώ, πηδώ»), πρβλ. εύ-σκαρθμος].
Dictionary of Greek. 2013.